- σκέπω
- ΝΜΑεπικαλύπτω, σκεπάζω («ἔχει δὲ λιμένα δυνάμενον σκέπειν ἀπὸ παντὸς ἀνέμου τοὺς ἐνορμοῡντας», Πολ.)νεοελλ.-μσν.μτφ. έχω κάποιον κάτω από τη σκέπη μου, προστατεύω, προφυλάσσωαρχ.1. στεγάζω2. (σχετικά με πλοίο) καθιστώ στεγανό, στεγανοποιώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί, κατά την πιθανότερη άποψη, υποχωρητ. παρ. είτε τού σκέπη είτε τού σκέπας*].
Dictionary of Greek. 2013.